Μαγνησία

Μαγνησία
η 1. п-ов Магнисия, Магнезия (Фессалия);
2. Магнисия (ном Фессалии)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "Μαγνησία" в других словарях:

  • μαγνησία — μαγνησίᾱ , μαγνησία the magnet fem nom/voc/acc dual μαγνησίᾱ , μαγνησία the magnet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαγνησία — Μαγνησίᾱ , Μαγνησίη the magnet fem nom/voc/acc dual Μαγνησίᾱ , Μαγνησίη the magnet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγνησίᾳ — μαγνησίᾱͅ , μαγνησία the magnet fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαγνησίᾳ — Μαγνησίᾱͅ , Μαγνησίη the magnet fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγνησία — I Περιοχή της Θεσσαλίας, κατά την αρχαιότητα. Βλ. λ. Μαγνησίας, νομός (Ιστορία· Αρχαιολογία μνημεία). II Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων της Μικράς Ασίας. 1. Μαγνησία η επί Μαιάνδρω. Πόλη της Καρίας, κοντά στον ποταμό Μαίανδρο. Ιδρύθηκε, σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • μαγνησία — η 1. είδος καθαρτικού. 2. (χημ.), διάφορες ενώσεις του μαγνησίου: Θειική μαγνησία. – Κιτρική μαγνησία. – «Κεκαυμένη» μαγνησία (οξείδιο του μαγνησίου) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαγνησία — Sp Magnisijà Ap Μαγνησία/Magnysia L p lis ir nomas R Graikijoje …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Νέα Μαγνησία (Ιωνία) — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 18 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται σε απόσταση 10 χλμ. ΒΔ της Θεσσαλονίκης …   Dictionary of Greek

  • μαγνησίας — μαγνησίᾱς , μαγνησία the magnet fem acc pl μαγνησίᾱς , μαγνησία the magnet fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγνησίαι — μαγνησίᾱͅ , μαγνησία the magnet fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγνησίαν — μαγνησίᾱν , μαγνησία the magnet fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»